- διόπτευση
- η (Α διόπτευσις) [διοπτεύω]η παρατήρηση με διόπτρανεοελλ.1. ναυτ. ο καθορισμός τής θέσεως τού πλοίου με παρατήρηση σημείου τής ξηράς ή τής θάλασσας, ρελέβο2. η γωνία που προσδιορίζεται με διόπτευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
ραδιογωνιόμετρο — Ραδιοηλεκτρική διάταξη, που χρησιμεύει για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης από την οποία προέρχονται τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ενός πομπού. To Ρ., του οποίου η αρχική επινόηση ανάγεται στις αρχές του αιώνα μας, αποτελείται βασικά από ένα… … Dictionary of Greek
διοπτήρ — ο (AM διοπτήρ Μ και θηλ. διόπτειρα, η) νεοελλ. 1. όργανο για διόπτευση 2. (τοπογρ.) σκοπευτική συσκευή γεωδαιτικών οργάνων για τη μέτρηση αποστάσεων και γωνιών μσν. θηλ. η διόπτειρα η οικονόμος αρχ. μσν. κατάσκοπος αρχ. 1. ανιχνευτής, παρατηρητής … Dictionary of Greek
διοπτήριος — ια, ιο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόπτευση* 2. το ουδ. ως ουσ. το διοπτήριο μικρή μεταλλική πλάκα με τρύπα που προσαρμόζεται στα τοπογραφικά όργανα και χρησιμεύει για τον προσδιορισμό τών σκοπευτικών γραμμών ή επιπέδων, διαστοχάστριο … Dictionary of Greek
διοπτεία — διοπτεία, η (Α) [διοπτεύω] η διόπτευση … Dictionary of Greek
διοπτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόπτευση, σκοπευτικός … Dictionary of Greek
κλισίμετρο — Τοπογραφικό όργανο, με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η γωνία κλίσης του εδάφους (γωνία μεταξύ της ευθείας που ενώνει τα σημεία στάσης και σκόπευσης και του οριζοντίου επιπέδου). Αποτελείται από ένα κυλινδρικό μεταλλικό κέλυφος, πάνω στο οποίο έχει… … Dictionary of Greek
παράλλαξη — (Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζουν οι οπτικές κατευθύνσεις προς ένα ορισμένο αντικείμενο, όταν το παρατηρούμε από δύο διαφορετικά σημεία. Αν γνωρίζουμε την π. και την απόσταση μεταξύ των δύο σημείων παρατήρησης, είναι εύκολο να βρούμε την απόσταση … Dictionary of Greek
σκόπευση — Το σύνολο των πράξεων, με τις οποίες ρυθμίζεται ένα πυροβόλο όπλο ή άλλο όργανο εκτόξευσης, ώστε η τροχιά του βλήματος ή του βέλους να φτάνει στο στόχο. Η σ. από θέση εδάφους μπορεί να είναι άμεση, όταν ο στόχος είναι ορατός, και έμμεση όταν δεν… … Dictionary of Greek